Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σέσηπα
σεσηρώς
σεσοφισμένος
σεσωπᾱμένος
σεσωφρονισμένως
σέτω
σεῦ
σεῦτλον
σεύω
σεφθείς
σεωυτόν
σηκάζομαι
σηκίς
σηκοκόρος
σηκός
σήκωμα
σήκωμα
σῆμα
σημαίᾱ
σημαιᾱφόρος
σημαίνω
View word page
σεωυτόν
σεωυτόνIon.2sg.acc.masc.reflexv.pronσεωυτήνfemseeσεαυτόν

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σεωυτόν
Headword (normalized):
σεωυτόν
Headword (normalized/stripped):
σεωυτον
IDX:
36365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36366
Key:
σεωυτόν

Data

{'headword_display': '<b>σεωυτόν</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σεωυτόν</HL><PS>Ion.2sg.acc.masc.reflexv.pron</PS></HG><HG><HL>σεωυτήν</HL><PS>fem</PS></HG><XR>see<Ref>σεαυτόν</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σεωυτόν'}