Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σεπτός
Σερᾱπεῖον
Σεράπνᾱ
σέρφος
σέσαγμαι
σεσήμασμαι
σέσηπα
σεσηρώς
σεσοφισμένος
σεσωπᾱμένος
σεσωφρονισμένως
σέτω
σεῦ
σεῦτλον
σεύω
σεφθείς
σεωυτόν
σηκάζομαι
σηκίς
σηκοκόρος
σηκός
View word page
σεσωφρονισμένως
σεσωφρονισμένωςpf.pass.ptcpl.advsee underσωφρονίζω

ShortDef

temperately

Debugging

Headword:
σεσωφρονισμένως
Headword (normalized):
σεσωφρονισμένως
Headword (normalized/stripped):
σεσωφρονισμενως
IDX:
36359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36360
Key:
σεσωφρονισμένως

Data

{'headword_display': '<b>σεσωφρονισμένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σεσωφρονισμένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>σωφρονίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σεσωφρονισμένως'}