Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
σέο
σεπτός
Σερᾱπεῖον
Σεράπνᾱ
σέρφος
σέσαγμαι
σεσήμασμαι
σέσηπα
σεσηρώς
σεσοφισμένος
σεσωπᾱμένος
σεσωφρονισμένως
σέτω
σεῦ
σεῦτλον
σεύω
σεφθείς
σεωυτόν
σηκάζομαι
σηκίς
σηκοκόρος
View word page
σεσωπᾱμένος
σεσωπᾱμένος
dial.pf.pass.ptcpl.
see
σιωπάω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σεσωπᾱμένος
Headword (normalized):
σεσωπᾱμένος
Headword (normalized/stripped):
σεσωπαμενος
IDX:
36358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36359
Key:
σεσωπᾱμένος
Data
{'headword_display': '<b>σεσωπᾱμένος</b>', 'content': '<XE><RefFm>σεσωπᾱμένος<LblR>dial.pf.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>σιωπάω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σεσωπᾱμένος'}