Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σεμνῡ́νω
σέο
σεπτός
Σερᾱπεῖον
Σεράπνᾱ
σέρφος
σέσαγμαι
σεσήμασμαι
σέσηπα
σεσηρώς
σεσοφισμένος
σεσωπᾱμένος
σεσωφρονισμένως
σέτω
σεῦ
σεῦτλον
σεύω
σεφθείς
σεωυτόν
σηκάζομαι
σηκίς
View word page
σεσοφισμένος
σεσοφισμένοςpf.mid.pass.ptcpl.adjsee underσοφίζομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σεσοφισμένος
Headword (normalized):
σεσοφισμένος
Headword (normalized/stripped):
σεσοφισμενος
IDX:
36357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36358
Key:
σεσοφισμένος

Data

{'headword_display': '<b>σεσοφισμένος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σεσοφισμένος</HL><PS>pf.mid.pass.ptcpl.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>σοφίζομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σεσοφισμένος'}