Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σελαγέομαι
σελαγίζω
σελᾱ́νᾱ
σελᾱναίᾱ
σέλας
σελασφόρος
σεληναίη
σεληναῖος
σελήνη
σεληνιάζομαι
σεληνιακός
σέλῑνον
σελῑνοφόρος
σελίς
Σελλοί
σέλμα
σέλω
Σεμέλη
σεμνοδότειρα
σεμνολογέομαι
σεμνολόγος
View word page
σεληνιακός
σεληνιακόςή όνadj of the yearreckoned by the lunar monthlunarPlu.

ShortDef

lunar, epileptic

Debugging

Headword:
σεληνιακός
Headword (normalized):
σεληνιακός
Headword (normalized/stripped):
σεληνιακος
IDX:
36328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36329
Key:
σεληνιακός

Data

{'headword_display': '<b>σεληνιακός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σεληνιακός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the year</Indic><Def>reckoned by the lunar month</Def><Tr>lunar</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σεληνιακός'}