Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σείω
σελαγέομαι
σελαγίζω
σελᾱ́νᾱ
σελᾱναίᾱ
σέλας
σελασφόρος
σεληναίη
σεληναῖος
σελήνη
σεληνιάζομαι
σεληνιακός
σέλῑνον
σελῑνοφόρος
σελίς
Σελλοί
σέλμα
σέλω
Σεμέλη
σεμνοδότειρα
σεμνολογέομαι
View word page
σεληνιάζομαι
σεληνιάζομαιpass.vb be moonstrucksuffer from fitsNT.

ShortDef

to be moonstruck

Debugging

Headword:
σεληνιάζομαι
Headword (normalized):
σεληνιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
σεληνιαζομαι
IDX:
36327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36328
Key:
σεληνιάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>σεληνιάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σεληνιάζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Def>be moonstruck</Def><Tr>suffer from fits</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σεληνιάζομαι'}