Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σεισάχθεια
σεισίχθων
σεισμός
σειστός
σείω
σελαγέομαι
σελαγίζω
σελᾱ́νᾱ
σελᾱναίᾱ
σέλας
σελασφόρος
σεληναίη
σεληναῖος
σελήνη
σεληνιάζομαι
σεληνιακός
σέλῑνον
σελῑνοφόρος
σελίς
Σελλοί
σέλμα
View word page
σελασ-φόρος
σελασφόροςονadjφέρω of torcheslight-bearinggleaming, glowingA.

ShortDef

light-bringing

Debugging

Headword:
σελασφόρος
Headword (normalized):
σελασφόρος
Headword (normalized/stripped):
σελασφορος
IDX:
36323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36324
Key:
σελασφόρος

Data

{'headword_display': '<b>σελασ-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σελασ<hyph/>φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of torches</Indic><Def>light-bearing</Def><Tr>gleaming, glowing</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σελασφόρος'}