Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σειρᾱ́
σειραῖος
σειρᾱφόρος
Σειρῆνες
Σείριος
σειρίς
σειροφόρος
σεισάχθεια
σεισίχθων
σεισμός
σειστός
σείω
σελαγέομαι
σελαγίζω
σελᾱ́νᾱ
σελᾱναίᾱ
σέλας
σελασφόρος
σεληναίη
σεληναῖος
σελήνη
View word page
σειστός
σειστόςή όνadjof a cloakshaken, shaken outAr.

ShortDef

shaken

Debugging

Headword:
σειστός
Headword (normalized):
σειστός
Headword (normalized/stripped):
σειστος
IDX:
36316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36317
Key:
σειστός

Data

{'headword_display': '<b>σειστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σειστός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a cloak</Indic><Tr>shaken, shaken out</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σειστός'}