Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σεῖος
σειρᾱ́
σειραῖος
σειρᾱφόρος
Σειρῆνες
Σείριος
σειρίς
σειροφόρος
σεισάχθεια
σεισίχθων
σεισμός
σειστός
σείω
σελαγέομαι
σελαγίζω
σελᾱ́νᾱ
σελᾱναίᾱ
σέλας
σελασφόρος
σεληναίη
σεληναῖος
View word page
σεισμός
σεισμόςοῦm shaking, tremorw.gen.of the earthE. Th. Plu.earthquakeHdt. S. Th. turbulencew.prep.phr.in the seaNT.gener.shaking, commotion, agitationPl.

ShortDef

a shaking, shock

Debugging

Headword:
σεισμός
Headword (normalized):
σεισμός
Headword (normalized/stripped):
σεισμος
IDX:
36315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36316
Key:
σεισμός

Data

{'headword_display': '<b>σεισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σεισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>shaking, tremor<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of the earth</Expl></Tr><Au>E. Th. Plu.</Au><nS2><Tr>earthquake</Tr><Au>Hdt. S. Th.<NBPlus/></Au></nS2></nS1> <nS1><Tr>turbulence<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>in the sea</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1><nS1><Indic>gener.</Indic><Tr>shaking, commotion, agitation</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σεισμός'}