Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σέθεν
Σειληνός
σεῖο
σεῖος
σειρᾱ́
σειραῖος
σειρᾱφόρος
Σειρῆνες
Σείριος
σειρίς
σειροφόρος
σεισάχθεια
σεισίχθων
σεισμός
σειστός
σείω
σελαγέομαι
σελαγίζω
σελᾱ́νᾱ
σελᾱναίᾱ
σέλας
View word page
σειροφόρος
σειροφόροςadjseeσειρᾱφόρος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σειροφόρος
Headword (normalized):
σειροφόρος
Headword (normalized/stripped):
σειροφορος
IDX:
36312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36313
Key:
σειροφόρος

Data

{'headword_display': '<b>σειροφόρος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σειροφόρος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>σειρᾱφόρος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σειροφόρος'}