Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σέβω
σέθεν
Σειληνός
σεῖο
σεῖος
σειρᾱ́
σειραῖος
σειρᾱφόρος
Σειρῆνες
Σείριος
σειρίς
σειροφόρος
σεισάχθεια
σεισίχθων
σεισμός
σειστός
σείω
σελαγέομαι
σελαγίζω
σελᾱ́νᾱ
σελᾱναίᾱ
View word page
σειρίς
σειρίςίδοςfdimin.σειρᾱ́ rope, cordin an animal-trapX.

ShortDef

cord

Debugging

Headword:
σειρίς
Headword (normalized):
σειρίς
Headword (normalized/stripped):
σειρις
IDX:
36311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36312
Key:
σειρίς

Data

{'headword_display': '<b>σειρίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σειρίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS><Ety>dimin.<Ref>σειρᾱ́</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>rope, cord<Expl>in an animal-trap</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σειρίς'}