Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σεβάζομαι
σέβας
σεβάσματα
Σεβαστός
σεβίζω
σέβω
σέθεν
Σειληνός
σεῖο
σεῖος
σειρᾱ́
σειραῖος
σειρᾱφόρος
Σειρῆνες
Σείριος
σειρίς
σειροφόρος
σεισάχθεια
σεισίχθων
σεισμός
σειστός
View word page
σειρᾱ́
σειρᾱ́ᾶς
Ion.σειρή
ῆςf
cord, ropeHom. Hdt. AR. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σειρᾱ́
Headword (normalized):
σειρᾱ́
Headword (normalized/stripped):
σειρα
IDX:
36306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36307
Key:
σειρᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>σειρᾱ́</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σειρᾱ́</HL><Infl>ᾶς</Infl><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>σειρή</FmHL></DL><DInfl><FmInfl>ῆς</FmInfl></DInfl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>cord, rope</Tr><Au>Hom. Hdt. AR. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σειρᾱ́'}