Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σατυρικός
Σάτυροι
σαυλόομαι
σαυλοπρωκτιάω
σαῦλος
σαυμαστός
σαυνιαστᾱ́ς
σαύνιον
σαύρᾱ
Σαυρομάται
σαῦρος
σαυρωτήρ
σαυτόν
σάφα
σαφέως
σαφήνεια
σαφηνής
σαφηνίζω
σαφής
σαχυφάντης
σάω
View word page
σαῦρος
σαῦροςουm lizardTheoc.

ShortDef

lizard

Debugging

Headword:
σαῦρος
Headword (normalized):
σαῦρος
Headword (normalized/stripped):
σαυρος
IDX:
36277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36278
Key:
σαῦρος

Data

{'headword_display': '<b>σαῦρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σαῦρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>lizard</Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σαῦρος'}