Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σατραπείᾱ
σατραπεύω
σατράπης
σατραπικός
σάττω
σατυρικός
Σάτυροι
σαυλόομαι
σαυλοπρωκτιάω
σαῦλος
σαυμαστός
σαυνιαστᾱ́ς
σαύνιον
σαύρᾱ
Σαυρομάται
σαῦρος
σαυρωτήρ
σαυτόν
σάφα
σαφέως
σαφήνεια
View word page
σαυμαστός
σαυμαστόςLacon.adjseeθαυμαστός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαυμαστός
Headword (normalized):
σαυμαστός
Headword (normalized/stripped):
σαυμαστος
IDX:
36272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36273
Key:
σαυμαστός

Data

{'headword_display': '<b>σαυμαστός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σαυμαστός</HL><PS>Lacon.adj</PS></HG><XR>see<Ref>θαυμαστός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σαυμαστός'}