Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σαρῑσοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπται
σαρκίδιον
σαρκίζω
σάρκινος
σαρκίον
σαρκοειδής
σαρκοφάγος
σαρκώδης
Σαρμάτης
σάρξ
σάρον
σαρόω
Σαρπηδών
Σαρωνικός
σαρωνίς
σᾱσαμίς
σᾱσαμόπαστος
σᾱσαμοτῡροπαγής
σᾱσαμόφωκτος
View word page
Σαρμάτης
Σαρμάτηςmsee underΣαυρομάται

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Σαρμάτης
Headword (normalized):
σαρμάτης
Headword (normalized/stripped):
σαρματης
IDX:
36247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36248
Key:
Σαρμάτης

Data

{'headword_display': '<b>Σαρμάτης</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Σαρμάτης</HL><PS>m</PS></HG><XR>see under<Ref>Σαυρομάται</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Σαρμάτης'}