Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Σαρδώ
σαρδών
σάρῑσα
σαρῑσοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπται
σαρκίδιον
σαρκίζω
σάρκινος
σαρκίον
σαρκοειδής
σαρκοφάγος
σαρκώδης
Σαρμάτης
σάρξ
σάρον
σαρόω
Σαρπηδών
Σαρωνικός
σαρωνίς
σᾱσαμίς
View word page
σαρκο-ειδής
σαρκοειδήςέςadjεἶδος1 of body tissuehaving the form of fleshfleshyPl.

ShortDef

flesh-like, fleshy

Debugging

Headword:
σαρκοειδής
Headword (normalized):
σαρκοειδής
Headword (normalized/stripped):
σαρκοειδης
IDX:
36244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36245
Key:
σαρκοειδής

Data

{'headword_display': '<b>σαρκο-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σαρκο<hyph/>ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of body tissue</Indic><Def>having the form of flesh</Def><Tr>fleshy</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σαρκοειδής'}