Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σαπρότης
Σαπφώ
σᾱ́πω
Σάρᾱπις
σαρδάνιον
Σάρδεις
σάρδιον
Σαρδώ
σαρδών
σάρῑσα
σαρῑσοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπται
σαρκίδιον
σαρκίζω
σάρκινος
σαρκίον
σαρκοειδής
σαρκοφάγος
σαρκώδης
Σαρμάτης
View word page
σαρῑσο-φόρος
σαρῑσοφόροςονadjφέρω of a phalanxsarisa-bearingPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαρῑσοφόρος
Headword (normalized):
σαρῑσοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σαρισοφορος
IDX:
36237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36238
Key:
σαρῑσοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>σαρῑσο-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σαρῑσο<hyph/>φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a phalanx</Indic><Tr>sarisa-bearing</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σαρῑσοφόρος'}