Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σαόω
σαπρός
σαπρότης
Σαπφώ
σᾱ́πω
Σάρᾱπις
σαρδάνιον
Σάρδεις
σάρδιον
Σαρδώ
σαρδών
σάρῑσα
σαρῑσοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπται
σαρκίδιον
σαρκίζω
σάρκινος
σαρκίον
σαρκοειδής
σαρκοφάγος
View word page
σαρδών
σαρδώνόνοςf upper-cordof a hunting netX.

ShortDef

the rope sustaining the upper edge of a hunting-net

Debugging

Headword:
σαρδών
Headword (normalized):
σαρδών
Headword (normalized/stripped):
σαρδων
IDX:
36235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36236
Key:
σαρδών

Data

{'headword_display': '<b>σαρδών</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σαρδών</HL><Infl>όνος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>upper-cord<Expl>of a hunting net</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σαρδών'}