Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σάνατος
σάνδαλον
σανδαράκινος
σανίδιον
σανίδωμα
σανίς
σάος
σαοφροσύνη
σαόω
σαπρός
σαπρότης
Σαπφώ
σᾱ́πω
Σάρᾱπις
σαρδάνιον
Σάρδεις
σάρδιον
Σαρδώ
σαρδών
σάρῑσα
σαρῑσοφόρος
View word page
σαπρότης
σαπρότηςητοςf rottennessof foodPl.

ShortDef

rottenness, putridity

Debugging

Headword:
σαπρότης
Headword (normalized):
σαπρότης
Headword (normalized/stripped):
σαπροτης
IDX:
36227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36228
Key:
σαπρότης

Data

{'headword_display': '<b>σαπρότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σαπρότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>rottenness<Expl>of food</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σαπρότης'}