Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Σαλαμῑ́ς
Σαλαμῑ́ς
σάλεσσι
σαλεύω
σάλλω
σάλος
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
σαλπιγκτής
σάλπιγξ
σαλπίζω
σαλπικτής
σᾶμα
σάμαινα
σᾱμαίνω
Σαμαῖοι
σᾱμάντρια
Σαμάρεια
σαμβαλίσκον
σαμβῡ́κη
σαμβῡκίστρια
σᾱ́μερον
View word page
σαλπικτής
σαλπικτήςAtt.mσαλπιστήςmseeσαλπιγκτής

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαλπικτής
Headword (normalized):
σαλπικτής
Headword (normalized/stripped):
σαλπικτης
IDX:
36201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36202
Key:
σαλπικτής

Data

{'headword_display': '<b>σαλπικτής</b>', 'content': '<XE><HG><HL>σαλπικτής</HL><PS>Att.m</PS></HG><HG><HL>σαλπιστής</HL><PS>m</PS></HG><XR>see<Ref>σαλπιγκτής</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σαλπικτής'}