Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σαλάκων
σαλακωνίζομαι
Σαλαμῑναφέται
Σαλαμῑ́ς
Σαλαμῑ́ς
σάλεσσι
σαλεύω
σάλλω
σάλος
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
σαλπιγκτής
σάλπιγξ
σαλπίζω
σαλπικτής
σᾶμα
σάμαινα
σᾱμαίνω
Σαμαῖοι
σᾱμάντρια
Σαμάρεια
σαμβαλίσκον
View word page
σαλπιγκτής
σαλπιγκτήςAtt.σαλπικτής
also perh.σαλπιστήςPlb.
οῦm
trumpeterTh. X. D. Thphr. Plb. Plu.

ShortDef

a trumpeter

Debugging

Headword:
σαλπιγκτής
Headword (normalized):
σαλπιγκτής
Headword (normalized/stripped):
σαλπιγκτης
IDX:
36198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36199
Key:
σαλπιγκτής

Data

{'headword_display': '<b>σαλπιγκτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σαλπιγκτής</HL><VL><Lbl>Att.</Lbl><FmHL>σαλπικτής</FmHL></VL><DL><Lbl>also perh.</Lbl><FmHL>σαλπιστής</FmHL><Au>Plb.</Au></DL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>trumpeter</Tr><Au>Th. X. D. Thphr. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σαλπιγκτής'}