Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σᾱκός
σάκος
σάκτᾱς
σάκτωρ
σακχυφάντης
σαλάκων
σαλακωνίζομαι
Σαλαμῑναφέται
Σαλαμῑ́ς
Σαλαμῑ́ς
σάλεσσι
σαλεύω
σάλλω
σάλος
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
σαλπιγκτής
σάλπιγξ
σαλπίζω
σαλπικτής
σᾶμα
σάμαινα
View word page
σάλεσσι
σάλεσσιLacon.dat.pl.seeθάλος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σάλεσσι
Headword (normalized):
σάλεσσι
Headword (normalized/stripped):
σαλεσσι
IDX:
36193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36194
Key:
σάλεσσι

Data

{'headword_display': '<b>σάλεσσι</b>', 'content': '<XE><RefFm>σάλεσσι<LblR>Lacon.dat.pl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>θάλος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'σάλεσσι'}