Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σακίον
σᾱκῑ́τᾱς
σακκέω
σάκκος
σᾱκός
σάκος
σάκτᾱς
σάκτωρ
σακχυφάντης
σαλάκων
σαλακωνίζομαι
Σαλαμῑναφέται
Σαλαμῑ́ς
Σαλαμῑ́ς
σάλεσσι
σαλεύω
σάλλω
σάλος
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
σαλπιγκτής
σάλπιγξ
View word page
σαλακωνίζομαι
σαλακωνίζομαιmid.vb of a woman, described as a whoreswagger, strutHermipp.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαλακωνίζομαι
Headword (normalized):
σαλακωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
σαλακωνιζομαι
IDX:
36189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36190
Key:
σαλακωνίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>σαλακωνίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>σαλακωνίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a woman, described as a whore</Indic><Tr>swagger, strut</Tr><Au>Hermipp.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'σαλακωνίζομαι'}