Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄλλοσε
ἄλλοτε
ἀλλοτριάζω
ἀλλοτριονομέω
ἀλλοτριοπρᾱγέω
ἀλλοτριοπρᾱγμοσύνη
ἀλλότριος
ἀλλοτριότης
ἀλλοτριόω
ἀλλοτρίωσις
ἄλλοφος
ἀλλοφρονέω
ἀλλόφῡλος
ἀλλόχροος
ἄλλυδις
ἄλλυτος
ἀλλῡ́ω
ἄλλως
ἅλμα
ἁλμᾱ́εις
ἅλμη
View word page
ἄ-λλοφος
ἄ-λλοφοςονep.adjprivatv.prfx.,λόφος of a helmetwithout a crestIl.

ShortDef

without crest

Debugging

Headword:
ἄλλοφος
Headword (normalized):
ἄλλοφος
Headword (normalized/stripped):
αλλοφος
IDX:
3616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3617
Key:
ἄλλοφος

Data

{'headword_display': '<b>ἄ-λλοφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἄ-λλοφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>ep.adj</PS><Ety>privatv.prfx.,<Ref>λόφος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a helmet</Indic><Tr>without a crest</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἄλλοφος'}