Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄλλοκα
ἀλλόκοτος
ἅλλομαι
ἀλλοπρόσαλλος
ἄλλος
ἄλλοσε
ἄλλοτε
ἀλλοτριάζω
ἀλλοτριονομέω
ἀλλοτριοπρᾱγέω
ἀλλοτριοπρᾱγμοσύνη
ἀλλότριος
ἀλλοτριότης
ἀλλοτριόω
ἀλλοτρίωσις
ἄλλοφος
ἀλλοφρονέω
ἀλλόφῡλος
ἀλλόχροος
ἄλλυδις
ἄλλυτος
View word page
ἀλλοτριο-πρᾱγμοσύνη
ἀλλοτριο-πρᾱγμοσύνηηςfreltd.πρᾶγμα interfering in the affairs of othersmeddlesomenessPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλλοτριοπρᾱγμοσύνη
Headword (normalized):
ἀλλοτριοπρᾱγμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
αλλοτριοπραγμοσυνη
IDX:
3611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3612
Key:
ἀλλοτριοπρᾱγμοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>ἀλλοτριο-πρᾱγμοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀλλοτριο-πρᾱγμοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety>reltd.<Ref>πρᾶγμα</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>interfering in the affairs of others</Def><Tr>meddlesomeness</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀλλοτριοπρᾱγμοσύνη'}