Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ῥυμβέω
ῥυμβών
ῥῡ́μη
ῥύμμα
ῥῡμός
ῥῡμοτομία
ῥῡμουλκέω
ῥύομαι
ῥύπα
ῥυπαίνω
ῥυπαρός
ῥυπάω
ῥύπος
ῥυπόω
ῥυππαπαῖ
ῥυπτικός
ῥύπτω
ῥῦσαι
ῥῡσιάζω
ῥῡσίβωμος
ῥῡσίδιφρος
View word page
ῥυπαρός
ῥυπαρόςᾱ́ όνadj dirty, filthyPlu.

ShortDef

filthy, dirty; greasy; uncultured

Debugging

Headword:
ῥυπαρός
Headword (normalized):
ῥυπαρός
Headword (normalized/stripped):
ρυπαρος
IDX:
36109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36110
Key:
ῥυπαρός

Data

{'headword_display': '<b>ῥυπαρός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ῥυπαρός</HL><Infl>ᾱ́ όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Tr>dirty, filthy</Tr><Au>Plu.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'ῥυπαρός'}