Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλλοιωπός
ἀλλοίωσις
ἀλλοιωτός
ἄλλοκα
ἀλλόκοτος
ἅλλομαι
ἀλλοπρόσαλλος
ἄλλος
ἄλλοσε
ἄλλοτε
ἀλλοτριάζω
ἀλλοτριονομέω
ἀλλοτριοπρᾱγέω
ἀλλοτριοπρᾱγμοσύνη
ἀλλότριος
ἀλλοτριότης
ἀλλοτριόω
ἀλλοτρίωσις
ἄλλοφος
ἀλλοφρονέω
ἀλλόφῡλος
View word page
ἀλλοτριάζω
ἀλλοτριάζωvbἀλλότριος of personsbe unfavourably disposedPlb.w.gen.towards someonePlb.

ShortDef

to be ill-disposed

Debugging

Headword:
ἀλλοτριάζω
Headword (normalized):
ἀλλοτριάζω
Headword (normalized/stripped):
αλλοτριαζω
IDX:
3608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3609
Key:
ἀλλοτριάζω

Data

{'headword_display': '<b>ἀλλοτριάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀλλοτριάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ἀλλότριος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic><Tr>be unfavourably disposed</Tr><Au>Plb.</Au><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>towards someone<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀλλοτριάζω'}