Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ῥῖψις
ῥῑψοκίνδῡνος
ῥῑψολογέω
ῥῑ́ψοπλος
ῥοᾱ́
ῥόᾱ
ῥοδανός
Ῥοδανός
ῥόδεος
ῥοδῆ
Ῥοδιακός
ῥόδινος
ῥοδοδάκτυλος
ῥοδόεις
ῥοδόκολπος
ῥόδον
Ῥοδόπη
ῥοδόπηχυς
Ῥόδος
ῥοδόχρως
ῥοδωνιᾱ́
View word page
Ῥοδιακός
Ῥοδιακός Ῥόδιοςadjssee under Ῥόδος

ShortDef

Rhodian, of Rhodes

Debugging

Headword:
Ῥοδιακός
Headword (normalized):
ῥοδιακός
Headword (normalized/stripped):
ροδιακος
IDX:
36043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36044
Key:
Ῥοδιακός

Data

{'headword_display': '<b>Ῥοδιακός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Ῥοδιακός</HL><VL><FmHL> Ῥόδιος</FmHL></VL><PS>adjs</PS></HG><XR>see under <Ref> Ῥόδος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Ῥοδιακός'}