Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλλοδοξίᾱ
ἀλλοειδής
ἄλλοθεν
ἄλλοθι
ἀλλόθροος
ἀλλοῖος
ἀλλοιότης
ἀλλοιόω
ἀλλοιωπός
ἀλλοίωσις
ἀλλοιωτός
ἄλλοκα
ἀλλόκοτος
ἅλλομαι
ἀλλοπρόσαλλος
ἄλλος
ἄλλοσε
ἄλλοτε
ἀλλοτριάζω
ἀλλοτριονομέω
ἀλλοτριοπρᾱγέω
View word page
ἀλλοιωτός
ἀλλοιωτόςή όνadjof thingssubject to changealterationArist.

ShortDef

subject to change

Debugging

Headword:
ἀλλοιωτός
Headword (normalized):
ἀλλοιωτός
Headword (normalized/stripped):
αλλοιωτος
IDX:
3600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3601
Key:
ἀλλοιωτός

Data

{'headword_display': '<b>ἀλλοιωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀλλοιωτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of things</Indic><Tr>subject to change<or/>alteration</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀλλοιωτός'}