Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπόκροτος
ἀποκρούω
ἀποκρυπτάζω
ἀποκρύπτω
ἀπόκρυφος
ἀποκτείνῡμι
ἀποκτείνω
ἀπόκτισις
ἀποκυέω
ἀποκυλῑ́ω
ἀποκωκῡ́ω
ἀποκώλῡσις
ἀποκωλῡ́ω
ἀπολαγχάνω
ἀπολάζυμαι
ἀπολακτίζω
ἀπολακτισμός
ἀπολαμβάνω
ἀπολαμπρῡ́νομαι
ἀπολάμπω
ἀπολάπτω
View word page
ἀπο-κωκῡ́ω
ἀποκωκῡ́ωvb loudly lamenta dead personA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποκωκῡ́ω
Headword (normalized):
ἀποκωκῡ́ω
Headword (normalized/stripped):
αποκωκυω
IDX:
35
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-36
Key:
ἀποκωκῡ́ω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-κωκῡ́ω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>κωκῡ́ω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>loudly lament</Tr><Obj>a dead person<Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποκωκῡ́ω'}