Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ῥέκτης
ῥέμβομαι
ῥεμβώδης
ῥέξω
ῥέος
ῥέπω
ῥεραπισμένος
ῥερυπωμένος
ῥεῦμα
ῥεύσομαι
ῥευστικός
ῥεχθείς
ῥέω
ῤήα
ῥῆγμα
ῥηγμῑ́ν
ῥήγνῡμι
ῥῆγος
ῥηθείς
ῥηίδιος
ῥηιδίως
View word page
ῥευστικός
ῥευστικόςή όνadjῥέω flowing, liquidPlu.

ShortDef

flowing, liquid

Debugging

Headword:
ῥευστικός
Headword (normalized):
ῥευστικός
Headword (normalized/stripped):
ρευστικος
IDX:
35956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35957
Key:
ῥευστικός

Data

{'headword_display': '<b>ῥευστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ῥευστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ῥέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>flowing, liquid</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ῥευστικός'}