Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ῥείη
ῥεῖθρον
ῥεκτήρ
ῥέκτης
ῥέμβομαι
ῥεμβώδης
ῥέξω
ῥέος
ῥέπω
ῥεραπισμένος
ῥερυπωμένος
ῥεῦμα
ῥεύσομαι
ῥευστικός
ῥεχθείς
ῥέω
ῤήα
ῥῆγμα
ῥηγμῑ́ν
ῥήγνῡμι
ῥῆγος
View word page
ῥερυπωμένος
ῥερυπωμένοςep.pf.pass.ptcpl.adjsee underῥυπάω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῥερυπωμένος
Headword (normalized):
ῥερυπωμένος
Headword (normalized/stripped):
ρερυπωμενος
IDX:
35953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35954
Key:
ῥερυπωμένος

Data

{'headword_display': '<b>ῥερυπωμένος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ῥερυπωμένος</HL><PS>ep.pf.pass.ptcpl.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>ῥυπάω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ῥερυπωμένος'}