Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ῥέγμα
ῥέγος
ῥέεθρον
ῥέζω
Ῥέη
ῥέθος
ῥεῖα
Ῥείη
ῥεῖθρον
ῥεκτήρ
ῥέκτης
ῥέμβομαι
ῥεμβώδης
ῥέξω
ῥέος
ῥέπω
ῥεραπισμένος
ῥερυπωμένος
ῥεῦμα
ῥεύσομαι
ῥευστικός
View word page
ῥέκτης
ῥέκτηςουm active personPlu.

ShortDef

active

Debugging

Headword:
ῥέκτης
Headword (normalized):
ῥέκτης
Headword (normalized/stripped):
ρεκτης
IDX:
35946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35947
Key:
ῥέκτης

Data

{'headword_display': '<b>ῥέκτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ῥέκτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>active person</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ῥέκτης'}