Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄλλιξ
ἀλλογενής
ἀλλόγλωσσος
ἀλλογνοέω
ἀλλογνώς
ἀλλόγνωτος
ἀλλοδαπός
ἀλλοδημίᾱ
ἀλλοδοξέω
ἀλλοδοξίᾱ
ἀλλοειδής
ἄλλοθεν
ἄλλοθι
ἀλλόθροος
ἀλλοῖος
ἀλλοιότης
ἀλλοιόω
ἀλλοιωπός
ἀλλοίωσις
ἀλλοιωτός
ἄλλοκα
View word page
ἀλλο-ειδής
ἀλλο-ειδήςέςadjεἶδος1 of a landscapedifferent in appearanceOd.

ShortDef

of strange appearance

Debugging

Headword:
ἀλλοειδής
Headword (normalized):
ἀλλοειδής
Headword (normalized/stripped):
αλλοειδης
IDX:
3591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3592
Key:
ἀλλοειδής

Data

{'headword_display': '<b>ἀλλο-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀλλο-ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a landscape</Indic><Tr>different in appearance</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀλλοειδής'}