Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄλλην
ἄλλιξ
ἀλλογενής
ἀλλόγλωσσος
ἀλλογνοέω
ἀλλογνώς
ἀλλόγνωτος
ἀλλοδαπός
ἀλλοδημίᾱ
ἀλλοδοξέω
ἀλλοδοξίᾱ
ἀλλοειδής
ἄλλοθεν
ἄλλοθι
ἀλλόθροος
ἀλλοῖος
ἀλλοιότης
ἀλλοιόω
ἀλλοιωπός
ἀλλοίωσις
ἀλλοιωτός
View word page
ἀλλοδοξίᾱ
ἀλλοδοξίᾱᾱςf thinking that one thing is anotherPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλλοδοξίᾱ
Headword (normalized):
ἀλλοδοξίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αλλοδοξια
IDX:
3590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3591
Key:
ἀλλοδοξίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἀλλοδοξίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀλλοδοξίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>thinking that one thing is another</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀλλοδοξίᾱ'}