Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἄλληκτος
ἀλλήλους
ἀλληλοφαγίη
ἀλληλοφθορίᾱ
ἀλληλοφόνοι
ἄλλην
ἄλλιξ
ἀλλογενής
ἀλλόγλωσσος
ἀλλογνοέω
ἀλλογνώς
ἀλλόγνωτος
ἀλλοδαπός
ἀλλοδημίᾱ
ἀλλοδοξέω
ἀλλοδοξίᾱ
ἀλλοειδής
ἄλλοθεν
ἄλλοθι
ἀλλόθροος
ἀλλοῖος
View word page
ἀλλογνώς
ἀλλογνώςῶτοςmasc.fem.adj unfamiliar, alienEmp.

ShortDef

unknown, strange

Debugging

Headword:
ἀλλογνώς
Headword (normalized):
ἀλλογνώς
Headword (normalized/stripped):
αλλογνως
IDX:
3585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3586
Key:
ἀλλογνώς

Data

{'headword_display': '<b>ἀλλογνώς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀλλογνώς</HL><Infl>ῶτος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Tr>unfamiliar, alien</Tr><Au>Emp.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀλλογνώς'}