Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψύλλα
ψῦξις
ψύττα
ψῡχᾱ́
ψῡχαγωγέω
ψῡχαγωγίᾱ
ψῡχαγωγικός
ψῡχαγωγός
ψῡχάριον
ψῡχεινός
ψῡχεμπορικός
ψῡχή
ψῡχικός
ψῡχομαχέω
ψῡχομαχίᾱ
ψῡχοπομπός
ψῡχορραγέω
ψῡχορραγής
ψῦχος
ψῡχόομαι
ψῡχρήλατος
View word page
ψῡχ-εμπορικός
ψῡχ-εμπορικόςή όνadjψῡχή fem.sb.trade in intellectual waresas practised by itinerant teachers, esp. sophistsPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψῡχεμπορικός
Headword (normalized):
ψῡχεμπορικός
Headword (normalized/stripped):
ψυχεμπορικος
IDX:
35830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35831
Key:
ψῡχεμπορικός

Data

{'headword_display': '<b>ψῡχ-εμπορικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ψῡχ-εμπορικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ψῡχή</Ref></Ety></HG> <aS1><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>trade in intellectual wares<Expl>as practised by itinerant teachers, esp. sophists</Expl></Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ψῡχεμπορικός'}