Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψῡκτικός
ψύλλα
ψῦξις
ψύττα
ψῡχᾱ́
ψῡχαγωγέω
ψῡχαγωγίᾱ
ψῡχαγωγικός
ψῡχαγωγός
ψῡχάριον
ψῡχεινός
ψῡχεμπορικός
ψῡχή
ψῡχικός
ψῡχομαχέω
ψῡχομαχίᾱ
ψῡχοπομπός
ψῡχορραγέω
ψῡχορραγής
ψῦχος
ψῡχόομαι
View word page
ψῡχεινός
ψῡχεινόςή όνadjψῦχος of placescoolX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψῡχεινός
Headword (normalized):
ψῡχεινός
Headword (normalized/stripped):
ψυχεινος
IDX:
35829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35830
Key:
ψῡχεινός

Data

{'headword_display': '<b>ψῡχεινός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ψῡχεινός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ψῦχος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of places</Indic><Tr>cool</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ψῡχεινός'}