Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψολοκομπίᾱ
ψοφέω
ψοφήματα
ψοφοδεής
ψόφος
ψοφώδης
ψυδρός
ψύθος
ψῡκτήρ
ψῡκτικός
ψύλλα
ψῦξις
ψύττα
ψῡχᾱ́
ψῡχαγωγέω
ψῡχαγωγίᾱ
ψῡχαγωγικός
ψῡχαγωγός
ψῡχάριον
ψῡχεινός
ψῡχεμπορικός
View word page
ψύλλα
ψύλλαηςf fleaAr. X.

ShortDef

a flea

Debugging

Headword:
ψύλλα
Headword (normalized):
ψύλλα
Headword (normalized/stripped):
ψυλλα
IDX:
35820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35821
Key:
ψύλλα

Data

{'headword_display': '<b>ψύλλα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ψύλλα</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>flea</Tr><Au>Ar. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ψύλλα'}