Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψολόεις
ψολοκομπίᾱ
ψοφέω
ψοφήματα
ψοφοδεής
ψόφος
ψοφώδης
ψυδρός
ψύθος
ψῡκτήρ
ψῡκτικός
ψύλλα
ψῦξις
ψύττα
ψῡχᾱ́
ψῡχαγωγέω
ψῡχαγωγίᾱ
ψῡχαγωγικός
ψῡχαγωγός
ψῡχάριον
ψῡχεινός
View word page
ψῡκτικός
ψῡκτικόςή όνadj of thingshaving a cooling effectArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψῡκτικός
Headword (normalized):
ψῡκτικός
Headword (normalized/stripped):
ψυκτικος
IDX:
35819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35820
Key:
ψῡκτικός

Data

{'headword_display': '<b>ψῡκτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ψῡκτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>having a cooling effect</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ψῡκτικός'}