Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλλαχοῦ
ἀλλέγω
ἄλλῃ
ἀλληγορέω
ἄλληκτος
ἀλλήλους
ἀλληλοφαγίη
ἀλληλοφθορίᾱ
ἀλληλοφόνοι
ἄλλην
ἄλλιξ
ἀλλογενής
ἀλλόγλωσσος
ἀλλογνοέω
ἀλλογνώς
ἀλλόγνωτος
ἀλλοδαπός
ἀλλοδημίᾱ
ἀλλοδοξέω
ἀλλοδοξίᾱ
ἀλλοειδής
View word page
ἄλλιξ
ἄλλιξικοςf cloakCall.

ShortDef

man's upper garment

Debugging

Headword:
ἄλλιξ
Headword (normalized):
ἄλλιξ
Headword (normalized/stripped):
αλλιξ
IDX:
3581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3582
Key:
ἄλλιξ

Data

{'headword_display': '<b>ἄλλιξ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἄλλιξ</HL><Infl>ικος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>cloak</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἄλλιξ'}