Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψίθυρος
ψῑλοκόρσης
ψῑλομετρίᾱ
ψίλον
ψῑλός
ψῑλότης
ψῑλόω
ψιμῡ́θιον
ψιμῡθιόω
ψίσδομαι
ψιττακός
ψῑχίον
ψογερός
ψόγος
ψολόεις
ψολοκομπίᾱ
ψοφέω
ψοφήματα
ψοφοδεής
ψόφος
ψοφώδης
View word page
ψιττακός
ψιττακόςοῦm parrotCall.

ShortDef

a parrot

Debugging

Headword:
ψιττακός
Headword (normalized):
ψιττακός
Headword (normalized/stripped):
ψιττακος
IDX:
35805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35806
Key:
ψιττακός

Data

{'headword_display': '<b>ψιττακός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ψιττακός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>parrot</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ψιττακός'}