Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψηφισματώδης
ψηφοποιός
ψῆφος
ψηφοφορίᾱ
ψήχω
ψιάδδω
ψίαθος
ψιάς
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψίθυρος
ψῑλοκόρσης
ψῑλομετρίᾱ
ψίλον
ψῑλός
ψῑλότης
ψῑλόω
ψιμῡ́θιον
ψιμῡθιόω
View word page
ψιθυρισμός
ψιθυρισμόςοῦm whisperingMen. NT.

ShortDef

a whispering

Debugging

Headword:
ψιθυρισμός
Headword (normalized):
ψιθυρισμός
Headword (normalized/stripped):
ψιθυρισμος
IDX:
35793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35794
Key:
ψιθυρισμός

Data

{'headword_display': '<b>ψιθυρισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ψιθυρισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>whispering</Tr><Au>Men. NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ψιθυρισμός'}