Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψηφισματοπώλης
ψηφισματώδης
ψηφοποιός
ψῆφος
ψηφοφορίᾱ
ψήχω
ψιάδδω
ψίαθος
ψιάς
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
ψίθυρος
ψῑλοκόρσης
ψῑλομετρίᾱ
ψίλον
ψῑλός
ψῑλότης
ψῑλόω
ψιμῡ́θιον
View word page
ψιθύρισμα
ψιθύρισμαατοςn fig.whisperof a tree, fr. its rustling leavesTheoc.

ShortDef

a whispering

Debugging

Headword:
ψιθύρισμα
Headword (normalized):
ψιθύρισμα
Headword (normalized/stripped):
ψιθυρισμα
IDX:
35792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35793
Key:
ψιθύρισμα

Data

{'headword_display': '<b>ψιθύρισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ψιθύρισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>fig.</Indic><Tr>whisper<Expl>of a tree, fr. its rustling leaves</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ψιθύρισμα'}