Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψηνίζω
ψῆξις
ψήρ
ψῆττα
ψηφῑδοφόρος
ψηφίζω
ψηφῑ́ς
ψήφισμα
ψηφισματοπώλης
ψηφισματώδης
ψηφοποιός
ψῆφος
ψηφοφορίᾱ
ψήχω
ψιάδδω
ψίαθος
ψιάς
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
ψιθυριστής
View word page
ψηφο-ποιός
ψηφο-ποιόςόνadjψῆφοςποιέω of a personrigging the voteS.

ShortDef

making votes

Debugging

Headword:
ψηφοποιός
Headword (normalized):
ψηφοποιός
Headword (normalized/stripped):
ψηφοποιος
IDX:
35784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35785
Key:
ψηφοποιός

Data

{'headword_display': '<b>ψηφο-ποιός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ψηφο-ποιός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ψῆφος</Ref><Ref>ποιέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>rigging the vote</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ψηφοποιός'}