Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψήν
ψηνίζω
ψῆξις
ψήρ
ψῆττα
ψηφῑδοφόρος
ψηφίζω
ψηφῑ́ς
ψήφισμα
ψηφισματοπώλης
ψηφισματώδης
ψηφοποιός
ψῆφος
ψηφοφορίᾱ
ψήχω
ψιάδδω
ψίαθος
ψιάς
ψιθυρίζω
ψιθύρισμα
ψιθυρισμός
View word page
ψηφισματώδης
ψηφισματώδηςεςadj neut.pl.sb.regulations in the form of decreesArist.

ShortDef

of the nature of a decree

Debugging

Headword:
ψηφισματώδης
Headword (normalized):
ψηφισματώδης
Headword (normalized/stripped):
ψηφισματωδης
IDX:
35783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35784
Key:
ψηφισματώδης

Data

{'headword_display': '<b>ψηφισματώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ψηφισματώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.pl.sb.</GLbl><Def>regulations in the form of decrees</Def><Au>Arist.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ψηφισματώδης'}