Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψευδώνυμος
ψεῦσμα
ψευστέω
ψεύστης
ψεφεννός
ψῇ
ψῆγμα
ψήκτρᾱ
ψῆλαι
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηλάφησις
ψήν
ψηνίζω
ψῆξις
ψήρ
ψῆττα
ψηφῑδοφόρος
ψηφίζω
ψηφῑ́ς
ψήφισμα
View word page
ψηλάφημα
ψηλάφημαατοςn caressof a loverX.

ShortDef

a touch, a caress

Debugging

Headword:
ψηλάφημα
Headword (normalized):
ψηλάφημα
Headword (normalized/stripped):
ψηλαφημα
IDX:
35771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35772
Key:
ψηλάφημα

Data

{'headword_display': '<b>ψηλάφημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ψηλάφημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>caress<Expl>of a lover</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ψηλάφημα'}