Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψευδόφημος
ψευδόχριστος
ψεύδω
ψευδώνυμος
ψεῦσμα
ψευστέω
ψεύστης
ψεφεννός
ψῇ
ψῆγμα
ψήκτρᾱ
ψῆλαι
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηλάφησις
ψήν
ψηνίζω
ψῆξις
ψήρ
ψῆττα
ψηφῑδοφόρος
View word page
ψήκτρᾱ
ψήκτρᾱᾱςfcurry-comb, horse-combE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ψήκτρᾱ
Headword (normalized):
ψήκτρᾱ
Headword (normalized/stripped):
ψηκτρα
IDX:
35768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35769
Key:
ψήκτρᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ψήκτρᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ψήκτρᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>curry-comb, horse-comb</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ψήκτρᾱ'}