Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψευδόρκιος
ψεύδορκος
ψεῦδος
ψευδοστομέω
ψευδουργός
ψευδόφημος
ψευδόχριστος
ψεύδω
ψευδώνυμος
ψεῦσμα
ψευστέω
ψεύστης
ψεφεννός
ψῇ
ψῆγμα
ψήκτρᾱ
ψῆλαι
ψηλαφάω
ψηλάφημα
ψηλάφησις
ψήν
View word page
ψευστέω
ψευστέωcontr.vbψεύστης be a liarIl.

ShortDef

to be a liar, lie, cheat

Debugging

Headword:
ψευστέω
Headword (normalized):
ψευστέω
Headword (normalized/stripped):
ψευστεω
IDX:
35763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35764
Key:
ψευστέω

Data

{'headword_display': '<b>ψευστέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ψευστέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ψεύστης</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be a liar</Tr><Au>Il.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ψευστέω'}