Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ψελλισμός
ψελλός
ψευδαγγελέω
ψευδαγγελίᾱ
ψευδάγγελος
ψευδαμάμαξυς
ψευδατράφαξυς
ψευδαυτόμολος
ψευδεγγραφή
ψευδενέδρᾱ
ψευδεπίγραφος
ψευδεπίτροπος
ψευδηγορέω
ψευδής
ψεῦδις
ψευδοβοήθεια
ψευδογραφέω
ψευδογραφίᾱ
ψευδοδοξέω
ψευδοκῆρυξ
ψευδοκλητείᾱ
View word page
ψευδ-επίγραφος
ψευδ-επίγραφοςονadjἐπιγραφή falsely attributed or creditedof an apparently competent mansham, counterfeitPlb.

ShortDef

with false superscription

Debugging

Headword:
ψευδεπίγραφος
Headword (normalized):
ψευδεπίγραφος
Headword (normalized/stripped):
ψευδεπιγραφος
IDX:
35725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35726
Key:
ψευδεπίγραφος

Data

{'headword_display': '<b>ψευδ-επίγραφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ψευδ-επίγραφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἐπιγραφή</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>falsely attributed or credited</Def><aS2><Indic>of an apparently competent man</Indic><Tr>sham, counterfeit</Tr><Au>Plb.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ψευδεπίγραφος'}